-
1 ἐπίχαρτος
ἐπίχαρ-τος, ον,2 more freq., wherein one feels malignant joy,ἐχθροῖς ἐπίχαρτα πέπονθα Id.Pr. 159
(anap.);οἱ δικαίως τι πάσχοντες ἐ. Th.3.67
, cf. D.45.85;βαρβάροις ἐ. γενόμενος Pl.Ep. 356b
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίχαρτος
См. также в других словарях:
επίχαρτος — ἐπίχαρτος, ον (Α) 1. ευφρόσυνος, χαροποιός («γεραροῑς ἐπίχαρτον», Αισχύλ.) 2. αυτό για το οποίο αισθάνεται κανείς χαιρεκακία 3. χαιρέκακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χαρτος < θ. χαρ (πρβλ. ε χάρ ην)] … Dictionary of Greek
ευφιλόπαις — εὐφιλόπαις, αιδος, ὁ, ἡ (Α) (για μικρό λιοντάρι) ο πολύ αγαπητός στα παιδιά («ἅμερον, εὐφιλόπαιδα καὶ γεραροῑς ἐπίχαρτον», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek